- Χριστιανική Φοιτητική Δράση - https://xfd.gr -

Το περί Θεού ερώτημα

«Είμαι άθεος, πειράζει;»

Εξαρτάται τι εννοούμε, όταν λέμε «άθεος». Γιατί υπάρχουν πολλοί άθεοι. Υπάρχουν αυτοί που δεν τους νοιάζει αν υπάρχει θεός, αυτοί που δεν πιστεύουν στο Θεό και αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει θεός. Για να μη μιλήσουμε και για αυτούς που φιλοσοφικά ή θεολογικά παρερμηνεύουν το Θεό. Αλλά και όλες αυτές οι κατηγορίες σηκώνουν πολλή ανάλυση. Οι ίδιοι οι άθεοι έχουν προτείνει μια συστηματική κατηγοριοποίηση για την οποία και θα μιλήσουμε παρακάτω. Οι τοποθετήσεις της ανθρώπινης φιλοσοφίας απέναντι στο περί Θεού ζήτημα μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις κατηγορίες:

  1. Τους θεϊστές (theists), οι οποίοι πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού, στη δημιουργία του κόσμου από αυτόν και στη συνεχή πρόνοιά του για τον κόσμο.
  2. Τους δεϊστές (deists), που αποδέχονται τη δημιουργία του κόσμου από μία ανώτερη δύναμη, αλλά πιστεύουν ότι αυτή δεν παρεμβαίνει στη λειτουργία του κόσμου.
  3. Τους αγνωστικιστές, που στο ερώτημα για την ύπαρξη του Θεού, δηλώνουν την άγνοιά τους και δεν παίρνουν θέση, απορρίπτοντας τις άλλες θεωρίες περί Θεού.
  4. Τους αθεϊστές, οι οποίοι αποφαίνονται ότι δεν υπάρχει Θεός.

Την εξέταση αυτών των κατηγοριών θα εγκαινιάσουμε με αυτό το άρθρο, αρχίζοντας από τον αθεϊσμό.

Αθεϊστές είναι οι άνθρωποι εκείνοι που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει Θεός. Η πίστη τους αυτή στηρίζεται κυρίως στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Και πράγματι τέτοιες αποδείξεις δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό, πιστεύουν ότι ο αθεϊσμός είναι η πιο συνεπής με την επιστήμη τοποθέτηση. Όμως, και οι άλλες κατηγορίες δεν είναι ασυμβίβαστες με την επιστήμη. Αν εξαιρέσουμε τις ειδωλολατρικές και πανθεϊστικές θρησκείες, οι οποίες θεοποίησαν τη φύση και γι’ αυτό έρχονται όντως αντιμέτωπες με την επιστημονική θεώρηση του κόσμου, θα παρατηρήσουμε ότι και οι θεϊστές και οι δεϊστές αντιλαμβάνονται το Θεό ως ύπαρξη άυλη που ξεπερνά τα όρια του χωροχρόνου. Εφόσον ο Θεός ξεπερνά το χωροχρόνο, δεν είναι βεβαίως δυνατό να τεθεί στο μικροσκόπιο της επιστήμης. Γι’ αυτό ακριβώς και η επιστήμη δεν μπορεί να ερευνήσει και να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού. Αλλά για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να αποδείξει και το αντίθετο.

Ποιος φέρει το βάρος της απόδειξης;

Πολλοί σύγχρονοι αθεϊστές υποστηρίζουν ότι το περί Θεού ερώτημα στερείται νοήματος. Αυτό το κάνουν για να αποφύγουν να προσάγουν αποδείξεις για την τοποθέτησή τους και να ρίξουν το βάρος της απόδειξης μόνο στους θεϊστές και δεϊστές. Εξάλλου, όπως λένε οι ίδιοι «εμείς δεν είπαμε ότι πιστεύουμε σε κάτι. Είπαμε ότι δεν πιστεύουμε. Αυτοί που πιστεύουν, αυτοί πρέπει να φέρουν αποδείξεις». Το κατά πόσο ευσταθούν όλα αυτά, θα το δούμε εξετάζοντας ένα επιχείρημα που χρησιμοποιούν και οι αθεϊστές και οι θεϊστές: το κοσμολογικό. Στην επιστήμη της κοσμολογίας, η επικρατέστερη, και υποστηριζόμενη με τις περισσότερες αποδείξεις, θεωρία για την απαρχή του σύμπαντος είναι η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Σύμφωνα με αυτήν, υπήρξε μια στιγμή μηδέν στην ιστορία του σύμπαντος, κατά την οποία με μία Μεγάλη Έκρηξη δημιουργήθηκαν ο χώρος και ο χρόνος. Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι τι προκάλεσε αυτή την Έκρηξη, ποια ήταν η Αρχική Αιτία.

Οι αθεϊστές, οι δεϊστές και οι θεϊστές έχουν επιχειρήσει να δώσουν ποικίλες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Εφόσον ο χώρος και ο χρόνος δεν υπήρχαν πριν από τη Μεγάλη Έκρηξη και εφόσον πρέπει να κατανοήσουμε την Αρχική Αιτία ως εξωσυμπαντικής προέλευσης, αυτή θα πρέπει να είναι άυλη και άχρονη. Οι αθεϊστές (και κάποιοι δεϊστές και θεϊστές) υποστηρίζουν ότι η Αρχή αυτή ήταν απρόσωπη, κάτι σαν το «Χάος» της ελληνικής μυθολογίας. Αντίθετα, οι περισσότεροι θεϊστές μιλούν για προσωπική Αρχή του σύμπαντος. Έτσι για τις Μονοθεϊστικές θρησκείες, Αρχική Αιτία του Σύμπαντος είναι ο Θεός, για τον Ινδουισμό ο Βράχμα κ.ο.κ.

Ποιος όμως φέρει το βάρος της απόδειξης; Αυτοί που μιλούν για απρόσωπη ή για προσωπική Αιτία του σύμπαντος; Εφόσον η Μεγάλη Έκρηξη είναι για την επιστήμη η στιγμή μηδέν, αμφότεροι οι ισχυρισμοί δεν επιδέχονται επιστημονικών αποδείξεων. Έχουμε, δηλαδή, δύο αναπόδεικτες επιστημονικά υποθέσεις. Οι αθεϊστές λένε ότι δεν υπάρχει προσωπική Αρχή του σύμπαντος, άρα αυτή θα είναι απρόσωπη. Άλλες επιλογές δεν υπάρχουν. Όμως, το βάρος της απόδειξης της κάθε επιλογής φέρουν και οι δύο πλευρές, εφόσον αρχικά καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν είναι αποδεδειγμένη. Οι αθεϊστές πρέπει να αποδείξουν κι αυτοί τον ισχυρισμό τους. Εκτός αν πουν ότι «δε μας ενδιαφέρει ποια ήταν η Αρχική Αιτία». Αλλά έτσι εγκαταλείπουν τη συζήτηση και μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κάνουν ελλείψει επιχειρημάτων. Ποια είναι, λοιπόν, τα τεκμήρια που προσάγουν οι δύο πλευρές στο τραπέζι της συζήτησης;

Τεκμήρια του αθεϊσμού

1. Οι επιστημονικές αποδείξεις

Σύμφωνα με τη γνωσιολογική φιλοσοφία, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε με βεβαιότητα τίποτα, πέρα από το γεγονός της ύπαρξής μας. Όλα όσα γνωρίζουμε για τον κόσμο στηρίζονται σε αρχικές παραδοχές που κάναμε και οι οποίες είναι μεν απαραίτητες για τη δόμηση της γνώσης, αλλά αναπόδεικτες. Φερ’ ειπείν, η ίδια η αντίληψη ότι ο κόσμος υπάρχει πράγματι όπως τον προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας είναι μία παραδοχή αναπόδεικτη, αν όχι λάθος. Αυτό λένε πολλές σύγχρονες μελέτες της φυσικής, οι οποίες μιλούν για επτά ή και περισσότερες επιπλέον διαστάσεις, τις οποίες ερευνούν βάσει μαθηματικών συναρτήσεων.

Επιπλέον, ίσως πει κάποιος ότι, έστω, η Φυσική και οι άλλες Επιστήμες αποτελούν μια αξιόπιστη μέθοδος για να γνωρίσουμε τον κόσμο εκείνο, που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε με τις αισθήσεις μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, το γεγονός ότι όλος ο θαυμαστός κόσμος των μαθηματικών και της φυσικής στηρίζεται σε κάποια αξιώματα, τα οποία δεν μπορούν να αποδειχθούν. Ο άνθρωπος τα αποδέχθηκε, καθώς είδε ότι πάνω σ’ αυτά μπορεί να χτίσει ένα σύστημα, σύμφωνο με τη λογική του. Αν αρνηθούμε αυτά τα αξιώματα, τίποτα σε αυτό το σύστημα δε θα ισχύει.

Όλα αυτά τα λέμε για να συμπεράνουμε, ότι η επιστήμη, όσο και αν προοδεύσει, δε θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τα όριά της, να ερευνήσει τα υπερχωροχρονικά όντα και να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού με βεβαιότητα. «Άρα καλά κάνω και δεν πιστεύω στο Θεό», ίσως πει κάποιος. Αυτό θα ήταν σωστό, αν μιλούσαμε για ένα Θεό υλικό και ενταγμένο στο χωροχρόνο. Όμως, το να περιμένουμε να γνωρίσουμε ένα Θεό άυλο και άχρονο μέσω της επιστήμης, αποτελεί μεθοδολογικό σφάλμα, που ίσως δείχνει ότι η αναζήτησή μας για το Θεό δεν είναι ειλικρινής.

Είδαμε, ότι ο αθεϊσμός είναι ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει Θεός. Αλλά, εφόσον, το ζήτημα του Θεού είναι ανεξέταστο με τις μεθόδους της επιστήμης, άλλα πιθανά τεκμήρια για τη στήριξη του είναι η εμπειρία και η μαρτυρία. Ας τα δούμε:

2. Η εμπειρία

Η επίκληση της εμπειρίας ενός προσώπου για την απόδειξη του αθεϊσμού είναι αδόκιμη. Συλλογιστικά και μόνο, η εμπειρία της ανυπαρξίας είναι αδύνατη. Ωστόσο, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έχει προσωπική γνώση για όλα όσα συμβαίνουν μέσα και πέρα από το σύμπαν, ή ότι έχει ζήσει σε όλες τις εποχές από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι το απώτερο μέλλον και δεν είδε ποτέ την εμφάνιση του υπερφυσικού; Τι είδους απόδειξη αποτελεί μια εμπειρία που περιορίζεται στο εδώ και στο τώρα για κάτι που ξεφεύγει από τις τέσσερις διαστάσεις; Πόσο σοβαρό επιχείρημα μπορεί να είναι αυτό, που αποδίδει όλη τη γνώση στις αντιληπτικές ικανότητες ενός προσώπου;

3. Οι μαρτυρίες

Από την άλλη, μήπως υπάρχει κάποια μαρτυρία για την ανυπαρξία του  Θεού; Η μαρτυρία απαιτεί την εμπειρία, και εφόσον αυτή είναι αδύνατη, το ίδιο αδύνατη καθιστά και τη μαρτυρία περί ανυπαρξίας του Θεού.

4. Οι λογικεύσεις

Εφόσον δεν υπάρχουν επιστημονικές ή ιστορικές αποδείξεις για την ανυπαρξία του Θεού, θα πρέπει να μελετήσουμε τα λογικά επιχειρήματα των αθεϊστών, τα οποία προτείνουν ως ενδείξεις αυτής της ανυπαρξίας. Ας τα δούμε και ας τα κρίνουμε:

  1. Η ύπαρξη του κακού και του πόνου στον κόσμο είναι απόδειξη της ανυπαρξίας ενός παντοδύναμου και πανάγαθου Θεού: Το επιχείρημα αυτό προϋποθέτει ότι ο Θεός σκέφτεται και λειτουργεί, όπως ο κοινός ανθρώπινος νους. Ωστόσο, η ιδέα του Θεού διαφέρει θεμελιωδώς από τον άνθρωπο, και επομένως Αυτός μπορεί να σκέφτεται τελείως διαφορετικά και ακατανόητα για τους ανθρώπους.
  2. Ένας υπαρκτός Θεός θα παρείχε επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξή του σε όλους τους ανθρώπους, ώστε να σωθούν. Αφού δεν το κάνει, δεν υπάρχει: Το επιχείρημα αυτό μοιάζει με το προηγούμενο και έχει τους ίδιους περιορισμούς. Επιπλέον, η ανυπαρξία επαρκών αποδείξεων είναι μια λανθασμένη υπόθεση. Αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε σε επόμενο άρθρο.
  3. Το επιχείρημα της οικονομίας: Εφόσον οι επιστημονικές (ψυχολογικές) θεωρίες εξηγούν την ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος στον άνθρωπο χωρίς να προσφεύγουν στην ύπαρξη του Θεού, δεν υπάρχει ανάγκη να πιστέψουμε σε μια ιδέα, την οποία μπορούμε να παραβλέψουμε. Το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιεί μια ψυχολογική θεωρία, η οποία στηρίζεται σε αυτό που προσπαθεί να αποδείξει, δηλαδή στην αξιωματική αναπόδεικτη παραδοχή της ανυπαρξίας του Θεού. Αλλά ποια θεωρία λειτουργεί πιο οικονομικά (είναι δηλαδή πιο απλή); Αυτή που λέει ότι το θρησκευτικό συναίσθημα αναπτύχθηκε στον άνθρωπο εκ του μηδενός ή αυτή που υποστηρίζει ότι η γένεσή του οφείλεται στην πραγματική επικοινωνία των ανθρώπων με έναν υπαρκτό Θεό;
  4. Το επιχείρημα των αντιφατικών αποκαλύψεων: Εφόσον υπάρχουν πολλές θρησκείες στον κόσμο, η αποδοχή μίας από αυτές κρίνεται ως λανθασμένη από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, κρινόμενη από τις δικές τους πηγές. Επομένως, η πίστη στο Θεό μίας θρησκείας καθίσταται εξαιρετικά επισφαλής. Το επιχείρημα αυτό προϋποθέτει την παραδοχή της εγκυρότητας των πηγών όλων των θρησκειών! Το να χρησιμοποιεί κάποιος τις πηγές μιας θρησκείας, τις οποίες λογικά απορρίπτει, για να αποδείξει ως ανακριβείς τις πηγές μιας άλλης, αποτελεί επιχείρημα που μπορεί να ανατραπεί. Με την ίδια λογική, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η Αγία Γραφή για να αποδείξει ως εσφαλμένες τις αθεϊστικές σοφιστείες.
  5. Ένας παντοδύναμος και μακάριος Θεός δεν έχει ανάγκη από τίποτε, άρα δε θα είχε λόγο να δημιουργήσει το σύμπαν. Εφόσον το σύμπαν υπάρχει, άρα δεν υπάρχει παντοδύναμος και μακάριος Θεός. Δεν πρέπει να συγχέουμε τις έννοιες “ανάγκη” και “λόγος” και να τις χρησιμοποιούμε σαν να ήταν ταυτόσημες. Εξάλλου, δεν έχουμε λόγο και απόδειξη ότι η δημιουργία του κόσμου από μία αιτιώδη αρχή οφείλεται υποχρεωτικά σε ανάγκη.
  6. Εφόσον όλες οι αρχαίες θεϊστικές θεωρήσεις έχουν αποδειχθεί πλανερές, πιθανότατα και οι σύγχρονες στηρίζονται στην πλάνη. Αυτό το επιχείρημα δεν είναι ούτε έγκυρο ούτε άκυρο, επειδή στηρίζεται στην πιθανότητα.

Συμπέρασμα

Τα παραπάνω τεκμήρια είναι ανεπαρκή για να αποδείξουν την αθεϊστική θεωρία. Είδαμε ότι έχουμε δύο αναπόδεικτες υποθέσεις. Οι αθεϊστές δέχονται αυτήν, που δε στηρίζεται με κανένα τεκμήριο και απορρίπτουν την άλλη, που υποστηρίζεται με εκατομμύρια μαρτυρίες ανθρώπων από όλες τις χώρες και τις εποχές. Εμείς οι Χριστιανοί έχουμε ζήσει προσωπικά την επαφή με το Θεό. Επιπλέον, έχουμε τη μαρτυρία τόσων άλλων σύγχρονων και παλαιότερων για την ύπαρξή Του και την αγάπη Του για μας. Έχουμε τις εκατοντάδες εκπληρωμένες προφητείες που μιλούν γι’ Αυτόν. Και στο κάτω-κάτω έχουμε τη λογική που μας λέει ότι όλος αυτός ο υπέροχος κόσμος, με τη θαυμαστή νομοτέλεια, τάξη και ομορφιά, δεν μπορεί να δημιουργήθηκε μόνος του, ούτε να είναι αποτέλεσμα τυχαίων διεργασιών. Γι’ αυτό, προτιμάμε να πιστεύουμε το λογικότερο, ότι κάποιος τον δημιούργησε. Και αυτός ο κάποιος είναι ο Θεός που πιστεύουμε. Οι αθεϊστές, αντίθετα, πιστεύουν ότι δεν υπάρχει Θεός και την πίστη τους αυτή δεν τη στηρίζουν πουθενά. Η παραδοχή αυτή οδηγεί και σε επιστημονικά προβλήματα, γιατί φερ’ ειπείν, οι αθεϊστικές θεωρίες για την προέλευση της ζωής στο σύμπαν παραβλέπουν την άγνοια της επιστήμης για το θέμα αυτό. Με βάση τα παραπάνω, είμαστε υποχρεωμένοι να απορρίψουμε τον αθεϊσμό σαν μια αναπόδεικτη θεωρία.

Δε θα απορρίψουμε, όμως, τους αθεϊστές. Εξάλλου, έχουμε ένα κοινό μαζί τους. Και αυτοί και εμείς έχουμε μια ισχυρή τάση να μιλάμε για το Θεό. Γι’ αυτό, οι αθεϊστές ασχολούνται με το Θεό πολύ περισσότερο από έναν αδιάφορο δεϊστή ή έναν κατ’ όνομα Χριστιανό. Αυτό μας υποψιάζει ότι η ψυχή τους δεν είναι αναπαυμένη στη θεωρία που με πάθος υποστηρίζουν, αλλά ψάχνουν με πόθο το Θεό. Ευχόμαστε να Τον βρουν και να ελευθερωθούν από την πλάνη τους. «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ιωάν. η΄ 32).

Ζείδωρος

(Συνεχίζεται: Αγνωστικισμός: η θεωρία της άγνοιας [1])